πασπατευτός

πασπατευτός
-ή, -ό [πασπατεύω]
αυτός που μπορεί να ψηλαφηθεί.
επίρρ...
πασπατευτά
με ψηλαφητό τρόπο, ψαχτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πασπατευτός,-ή, -ό — 1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με το πασπάτεμα, ψηλαφητός. 2. μτφ., ο πολύ πυκνός: Πασπατευτό σκοτάδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”